- σπογγοτόμος
- σπογγο-τόμος, ὁ,A one that cuts sponges from the rocks, Opp.H.2.436, 5.612, Sch.A.Supp. 408.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπογγοτόμος — one that cuts sponges from the rocks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγοτόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα τής θάλασσας, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + τόμος (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
σπογγοτόμοι — σπογγοτόμος one that cuts sponges from the rocks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγοτόμοις — σπογγοτόμος one that cuts sponges from the rocks masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγοτόμον — σπογγοτόμος one that cuts sponges from the rocks masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγοτόμων — σπογγοτόμος one that cuts sponges from the rocks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek